Wt/grc/προφήτης

From Wikimedia Incubator
< Wt‎ | grc
Wt > grc > προφήτης

Ἀρχαία ἑλληνικὴ[edit source]

Πτῶσις
Ενικός
Δυϊκός
Πληθυντικός
Ονομαστικῆ προφήτης προφήτα προφῆται
Γενικῆ προφήτου προφήταιν προφητῶν
Δοτικῆ προφήτ προφήταιν προφήταις
Αιτιατικῆ προφήτην προφήτα προφήτας
Κλητικῆ προφῆτα προφήτα προφῆται


Ουσιαστικόν[edit | edit source]

προφήτης αρσενικόν

  1. θρησκευτικόν πρόσωπο ποῦ σύμφωνα με τῖς γραφαί, είχε τῆν ικανότητα τῆς θείας έμπνευσης τῆν οποία αποκάλυπτε στὸ λαόν
    • ο προφήτης Ἠλίας, ο προφήτης Mωἅμεθ
  2. αυτός ποῦ προβλέπει τὸ μέλλον
    • Δεν χρειάζεται να είσαι προφήτης για να προβλέψεις τῖ θα συμβεί αν πέσει τὸ ποτήρι στὸ πάτωμα.

Μεταφράσεις[edit | edit source]