Wt/grc/Λευϊτικόν

From Wikimedia Incubator
< Wt‎ | grc
Wt > grc > Λευϊτικόν

Ἀρχαία ἑλληνικὴ[edit source]

Ουσιαστικόν[edit | edit source]

Λευϊτικόν ουδέτερο μόνο στον ενικόν

  1. (θρησκεία) τὸ τρίτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης και τῆς Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Μεταφράσεις[edit | edit source]