Jump to content

Wp/grc/Investitura

From Wikimedia Incubator
< Wp | grc
Wp > grc > Investitura

Investitura καλεῖται ἡ καθιέρωσις, τουτέστιν ἡ μεσαιωνικὴ ἀναγόρευσις συγκεκριμένη δικαιώματος τινός ἢ δημοσίου ἀξιώματος (προνομίου).

Περιήγησις

[edit | edit source]

Κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν νόμον ἐτύγχανε δικαίωμα τοῦ Γερμανικοῦ βασιλέως ἐπιβεβαιοῦν τὴν ἐκλογήν τῶν ἐπισκόπων ἢ αὐτοὶ διορίζειν τοὺς ἐπισκόπους. Οὗτοι δε λαμβάνουσιν δακτύλιον καὶ ῥάβδον ὡς σύμβολα τῆς ἀρχῆς πνευματικῆς τε καὶ κοσμικῆς.

Οἱ πάπαι ἀπό τοῦ 11οῦ αἰῶνος κατὰ τούτων μάχονται, διότι ὁδηγεῖ τοῦτο θαμὰ κατὰ τὴν ἀρὴν τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ᾧ οἱ βασιλεῖς πειρῶνται τηρεῖν τὸ δικαίωμα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦν βιαία διαμάχη, ἥ παύεται μόνον τῷ ἔτει 1122 τῷ Συμφώνῳ τοῦ Βὸρμς (Ῥωμαϊστί· Concordatum Wormatiense) μεταξύ τοῦ Γερμανικοῦ αὐτοκράτορος Ἑρρίκου Δ΄ καὶ τοῦ πάπου Καλλίστου Β΄.

Σημασία προτεσταντική

[edit | edit source]

Ἐν τῇ προτεσταντικῇ Ἐκκλησίᾳ σημαίνει ἥδε ἡ ἀναγόρευσις τὴν τελετουργικὴν ἔναρξιν τῶν κληρικῶν, μάλιστα δὲ τῶν «ἐφόρων» (Ῥωμαϊστί· superintendentes), εἰς τὸ ἐπάγγελμα. Τοῦτο ἐκ προσώπου τοῦ δυνάστου (Γερμανιστί· Landesherr) ὑπὸ ὑψηλοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τελεῖται, ὁμιλίᾳ δημοσίᾳ, πιστοποιητικῇ ἐπιβεβαιώσει καὶ χειραψίᾳ.

Πηγαί

[edit | edit source]

Meyers Großes Konversations-Lexikon, Τόμος 9, Λειψία (1907), σ. 903-904, ἃ πάντα λέγεται τῇδε.

Οὐικικοινά
Ἰδὲ τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τὰ ἄλλα περὶ Investitura
Ἥδε ἡ ἐγγραφὴ δεῖ παρεκτενεῖσθαι . Βοηθεῖτε μετὰ τῆς ὑμετέρας εἰσφορᾶς τῇ ἐργασίᾳ ταύτῃ.