Wt/grc/ἅγιος
Ἀρχαία ἑλληνικὴ[edit source]
Επίθετο[edit | edit source]
ἅγιος
- (θρησκεία): ποῦ έχει σχέση με τὸ Θεό
- τὸ Ἅγιο Πνεύμα
- ποῦ έχει ζήσει τῆ ζωῆ τοῦ σύμφωνα με τῖς οδηγίαι τῆς θρησκείας τοῦ
- ο Ἅγιος Κωνσταντίνος, ῆ Ἁγία Ελένη
- ποῦ είναι πολύ καλός και ήρεμος
- είναι ἅγιος άνθρωπος