Wt/grc/παλαιός

From Wikimedia Incubator
< Wt‎ | grc
Wt > grc > παλαιός

Ἀρχαία ἑλληνικὴ[edit source]

πτῶσις ενικός
ονοματικῆ παλαιός παλαι παλαιόν
γενικῆ παλαιοῦ παλαιᾶς παλαιοῦ
αιτιατικῆ παλαιόν παλαι παλαιόν
κλητικῆ παλαιέν παλαι παλαιόν
πτῶσις πληθυντικός
ονοματικῆ παλαιοῖ παλαιαί παλαι
γενικῆ παλαιῶν παλαιῶν παλαιῶν
αιτιατικῆ παλαιοῦς παλαιαί παλαι
κλητικῆ παλαιοῖ παλαιαί παλαι

Επίθετο[edit | edit source]

παλαιός

  1. (για αντικείμενα) ποῦ έχει κατασκευαστεῖ πριν απόν πολλᾶ χρόνια και, συνήθως, έχει υποστεῖ τῆ φθορᾶ τοῦ χρόνοῦ
    είχαν στὸ σπῖτι ένα παλιόν πιάνο
  2. ποῦ χρησιμοποιούνταν ῆ ίσχυε στὸ παρελθόν και τώρα έχει αντικατασταθεῖ ῆ χρησιμοποιείται παράλληλα με κάτι άλλο νεότερο προς τὸ οποίο και αντιτίθεται
    πούλησε τὸ παλιόν τοῦ αυτοκίνητο σε έναν γνωστόν
    χρησιμοποιεῖ για τῖς καθημεριναί μετακινήσεις μέσα στῆν πόλη τὸ παλιόν αυτοκίνητο

Μεταφράσεις[edit | edit source]