Jump to content

Wp/grc/Σουηκικὴ Γλῶσσα

From Wikimedia Incubator
< Wp | grc
Wp > grc > Σουηκικὴ Γλῶσσα

ΣουηκικὴΣουηδικὴ Γλῶσσα (σουηκιστί: svenska, [ˈsvɛ̂nːska]) ἐστὶ Ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα εἰς τὴν γερμανικῶν σύστασιν τελοῦσα. Δημοσία γλῶσσα τῆς Σουηκίας καὶ τῆς Φιννίας.

Παραδείγματα

[edit | edit source]
  • hej., hallå = χαῖρε
  • språk = γλῶσσα
  • Sverige = Σουηκία
  • var = ποῦ
  • hus = δόμος
  • människa = ἄνθρωπος
  • man = ἀνήρ
  • kvinna = γυνή
  • jag = ἐγώ
  • du = σύ
  • ett = εἷς
  • två = δύο
  • tre = τρεῖς
  • mor = μήτηρ
  • fader = πατήρ

Πάτερ Ἡμῶν

[edit | edit source]
Βοημιστί Ἑλληνιστί
Fader vår, som är i himmelen!
Helgat varde ditt namn;
tillkomme ditt rike;
ske din vilja, såsom i himmelen,
så ock på jorden.
vårt dagliga bröd giv oss idag;
och förlåt oss våra skulder,
såsom ock vi förlåta dem oss skyldiga äro;
och inled oss icke i frestelse
utan fräls oss ifrån ondo.
Amen.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ἀμήν.


Πηγαί

[edit | edit source]
  1. Swedish ἐν Ethnologue (21η ἐκδ., 2018)

Σύνδεσμοι Ἐξώτεροι

[edit | edit source]
Ἡ Οὐικιπαιδεία ἐν τῇ
Σουηκικῇ Γλώσσῃ
Ἥδε ἡ ἐγγραφὴ περὶ γλωσσολογίας δεῖ παρεκτενεῖσθαι . Βοηθεῖτε μετὰ τῆς ὑμετέρας εἰσφορᾶς τῇ ἐργασίᾳ ταύτῃ.